-
1 λῆμμα
λῆμμα, τό, Alles, was man nimmt oder bekommt, Einnahme, Einkommen, im Ggstz von ἀνάλωμα, Anaxandrid. bei B. A. 106, 25, wie Lys. 32, 20 u. Plat. Legg. XI, 920 c; Gewinn, Vortheil, αἰσχρά, Soph. Ant. 313; τὸ ἐξ ἀρχῆς λῆμμα Din. 1, 60; ἀφ' οὗ μηδέν ἐστι λῆμμα λαβεῖν ἐμοί Dem. 21, 28, öfter; λημμάτων ὑψηλότερος Luc. Nigr. 25. – In der Dialektik ein Annahmesatz, ein Vordersatz, aus dem man Etwas folgert, Arist. top. 8, 1 u. A. – Sp. auch = Titel, Inhaltsanzeige, lemma; vgl. D. Hal. Tem. 20.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek